τελέσει' — τελέσειε , τελέω fulfil aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek
θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… … Dictionary of Greek
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek
λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 … Dictionary of Greek
τριτόσπονδος — ον, Α φρ. «τριτόσπονδος αἰών» η ζωή κάποιου που αξιώθηκε να τελέσει και την τρίτη σπονδή στον Δία, η πλήρης ευτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. φιλό σπονδος] … Dictionary of Greek
Αυλίδα — Αρχαία κωμόπολη της Βοιωτίας και σημαντικό λιμάνι του Ευβοϊκού κόλπου. Εκεί είχε γίνει η θυσία της Ιφιγένειας, κόρης του Αγαμέμνονα, για να εξευμενιστεί η Άρτεμη και να μπορέσει έτσι ο στόλος των Αχαιών, που είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι της… … Dictionary of Greek
Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας … Dictionary of Greek